- καταπονεῖται
- καταπονέωsubduepres ind mp 3rd sg (attic epic)καταπονέωsubduepres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
φωτοελαστικότητα — Φαινόμενο που οφείλεται στις διαταραχές μιας φωτεινής ακτίνας, όταν διασχίζει ένα σώμα που καταπονείται μηχανικά. Η φ. εξαρτάται από το γεγονός ότι ένα οπτικά ισότροπο σώμα, δηλαδή με τις ίδιες οπτικές ιδιότητες, οποιαδήποτε και αν είναι η… … Dictionary of Greek
одолѣѥмъ — (2*) прич. страд. наст. к одолѣти: понеже бо стр(с)тноѥ наше тѣло. частымъ пакостемъ изъвну припадающимъ… ѹмноженьѥмъ. и недостаткомь ѡдолѣе(мо). (καταπονεῖται) ПНЧ к. XIV, 151б; хотѧще бо при˫ати чюжа˫а не ѹлѹчають, многажды ѡдолѣеми сѹще… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ακαταπόνητος — η, ο (Α ἀκαταπόνητος, ον) αυτός που δεν καταπονείται, ο ακούραστος, ο ακατάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καταπονῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. ακαταπονησία] … Dictionary of Greek
θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… … Dictionary of Greek
κάμψη — I (Ανατ.). Μία κίνηση, όπως το λύγισμα του γονάτου, που επιμηκύνει τη γωνία ανάμεσα σε δύο γειτονικά οστά. Η αντίθετη κίνηση είναι η έκταση. II (Μηχ.). Παραμόρφωση που προκαλείται σε ένα στερεό υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων ή θερμοκρασίας … Dictionary of Greek
παράκυκλος — ό, ΝΑ νεοελλ. 1. το εμβαδόν ή η επιφάνεια που περιέχεται μεταξύ δύο ομόκεντρων κύκλων 2. βιολ. η μακρόχρονη εγκατάσταση, σε ένα μόνο είδος δέντρου, ενός εντόμου τού οποίου ο αναπαραγωγικός κύκλος περιλαμβάνει κανονικά τη διαδοχική μετανάστευση… … Dictionary of Greek
σκύλλω — ΜΑ 1. ξεσχίζω σαν σκύλος, κατασπαράσσω 2. μτφ. εμβάλλω κάποιον σε ταραχή ή στενοχώρια, ταράζω (α. «τὴν ἀσθενοῡσαν σκύλλειν», Σωρ. β. «τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον», ΚΔ) 3. (το μέσ. και παθ.) σκύλλομαι στενοχωριέμαι (α. «Κύριε, μή σκύλλου», ΚΔ β … Dictionary of Greek
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek
υπονύσσω — Α 1. τσιμπώ, κεντώ κάτι λίγο ή αποκάτω («ἄκρα δὲ χειρῶν δάκτυλα πάνθ ὑπένυξεν», Θεόκρ.) 2. (σχετικά με ζώο) οδηγώ με τη βουκέντρα, κεντρίζω 3. μτφ. παρακινώ, παροτρύνω 4. (το μέσ. στο γ πρόσ.) ὑπονύσσεται (κατά τον Ησύχ.) «καταπονεῑται». [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek